- χαντζάρα
- η(λ. τουρκ.), μεγεθυντικό του χαντζάρι, μεγάλο χαντζάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαντζάρα — και χατζάρα, η, Ν μεγάλο χαντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
αδελφοχαντζαριά — και αδερφοχατζαριά, η χτύπημα, πληγή που προξενήθηκε με χαντζάρα από αδελφό σε αδελφό, αδελφοβάρεμα* … Dictionary of Greek
χατζάρα — η, Ν βλ. χαντζάρα … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Λεβάντας, Χρήστος — (Πειραιάς 1904 – 1978). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Κυριάκου Χατζιδάκη. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1922 και εργάστηκε ως τακτικός συντάκτης των εφημερίδων Αθηναϊκή, Πατρίς, Εσπερινή, Ελληνική,… … Dictionary of Greek